- θιγών
- θιγγάνωtouchaor part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαφώ — ἐπαφῶ, άω (Α) ψηλαφώ, πιάνω μαλακά, αγγίζω ελαφρά («ἐπαφῶν ἀταρβεῑ χειρὶ καὶ θιγὼν μόνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφώ «εγγίζω, ψαύω»] … Dictionary of Greek
χοή — η, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) σπονδή από μέλι, κρασί και νερό, η οποία γινόταν στον τάφο νεκρού προς τιμήν του («τύμβῳ χέουσα τάσδε κηδείους χοάς», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θυσία που γινόταν προς τιμήν νεκρού 2. (γενικά) σπονδή («πρῶτον μὲν ἱερὰς ἐξ… … Dictionary of Greek